<< back to celebrate football

ΤΑ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ

Τα γρουσούζικα λευκά παπούτσια

I am Zlatan

Μόνο αγάπη για τους μουρλούς Ιρλανδούς

Τα γρουσούζικα λευκά παπούτσια

 

Υπήρχε μία εποχή – όχι τόσο μακρινή – που όλα τα παπούτσια των παικτών είχαν μαύρο χρώμα, ίδιο σχέδιο και το μόνο που άλλαζε ήταν η αθλητική φίρμα. Diadora ή Puma συνήθως. Στις μέρες μας τα ποδοσφαιρικά παπούτσια έχουν γίνει πολύχρωμα σαν παιδικό δωμάτιο 7χρόνου κοριτσιού και τόσο φαντεζί που θα έκαναν τη Μαρία Αντουανέτα να κοκκινίσει από ντροπή, νιώθοντας τόσο κιτς. Η Μαρία Αντουανέτα δεν είχε ποτέ τόσο λαμπερά παπούτσια σαν του Κριστιάνο του Ρονάλντο (ούτε τόσο καλοξυρισμένη γάμπα εννοείται) και ευτυχώς που δεν αντίκρισε ποτέ μια πιρουέτα με τις Νike μπαλαρίνες του CR7. Θα είχαμε πολύ μεγαλύτερα δράματα, είμαι σίγουρος και κουβέντα δε σηκώνω γι” αυτό το θέμα.

 

Στις αρχές των 90’s το Ιταλικό ποδόσφαιρο ήταν το κορυφαίο του πλανήτη και φυσικά τραβούσε όλα τα φώτα του ποδοσφαιρικού κόσμου. Είχε τον Μαραντόνα, είχε τον Γκασκόιν, είχε τους Γερμανούς της Ίντερ και τους Ολλανδούς της Μίλαν, είχε το Μπατιστούτα και φυσικά μια φουρνιά υπερταλαντούχων (και υπερβολικά τρέντι) Ιταλών παικτών. Μην ξεχνάμε άλλωστε πως τέλη της δεκαετίας του ’80 ο Νίκος ο Αναστόπουλος είχε περπατήσει κι αυτός στα μοδάτα γήπεδα της μεγάλης κατηγορίας της Ιταλίας με τα χρώματα της Αβελίνο. Όταν ο Αναστό κυκλοφορούσε με τσάντα Luis Vuitton οι περισσότερες κυρίες της υψηλής κοινωνίας της χώρας μας είχαν δει το σηματάκι του οίκου μόνο σε κάποιες ταινίες του 007 (μαζί με τη χρώματα της Prada βεβαίως βεβαίως). Όπου Αναστό και στυλ άλλωστε.

 

Ο Μάρκο Σιμόνε ήταν ένας αρκετά καλός Ιταλός επιθετικός εκείνα τα χρόνια με πλούσια κόμη, υπέροχο στυλ, προσεγμένο Ιταλικό μουσάκι και αγάπη για τα σκυλιά. Για καλή του τύχη η Μίλαν τον εντόπισε και τον έκανε δικό της το καλοκαίρι του ’89 αλλά ο Μάρκο Σιμόνε βρήκε μπροστά του έναν άλλο Μάρκο, το Φαν Μπάστεν και όπως καταλαβαίνετε οι συμμετοχές στην αρχική εντεκάδα της σπουδαίας εκείνης ομάδας (για πολλούς ίσως η σπουδαιότερη όλων των εποχών) ήταν ελάχιστες. Ο Σιμόνε κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών του 1990 δίχως να αγωνιστεί στον τελικό, όπως και εκείνο του ’94, και πάλι απ” τον πάγκο. Τη σεζόν 1994-1995 με το Μασάρο στα 35, το Λεντίνι φανερά επηρεασμένο απ” το σοβαρό τροχαίο που είχε το 1993 (μετά απ” αυτό ο σπουδαίος Ιταλός δεν ήταν ποτέ ξανά ο παιχταράς των αρχών των 90’s) και δίχως άλλο επιθετικό, το βάρος του σκοραρίσματος έπεσε στο Μάρκο Σιμόνε. Ο παίχτης άρπαξε την ευκαιρία και πραγματοποιώντας την καλύτερη σεζόν της καριέρας του, οδήγησε τη Μίλαν στον τελικό του Έρνστ Χάπελ απέναντι στον Άγιαξ και τα «μωρά» του Λουίς Φαν Χααλ.

 

Ο Σιμόνε ήθελε να κερδίσει τον πρώτο δικό του τελικό τόσο πολύ που έκανε τα πάντα για να τραβήξει όλα τα φλας και να κερδίσει – εκτός του μεταλλίου – όλη τη δόξα. Στην κλασική ομαδική φωτογραφία πριν την έναρξη όλοι πρόσεξαν μια χτυπητή λεπτομέρεια. Όλοι οι παίκτες φορούσαν τα μαύρα τους ποδοσφαιρικά παπούτσια. Όλοι εκτός του Σιμόνε. Ο Ιταλός ιντελεκτουέλ επιθετικός είχε φορέσει ένα ζευγάρι λευκά ποδοσφαιρικά παπούτσια, απ” αυτά που φοβάσαι μη λερώσεις και σκέφτεσαι ακόμα και να σουτάρεις τη μπάλα για να μη συμβεί αυτό. Αποτέλεσμα; H Μίλαν γνώρισε τη μοναδική της ήττα στη διοργάνωση, έχασε την κούπα και τα λευκά παπούτσια του Σιμόνε θεωρήθηκαν από μεγάλη μερίδα προληπτικών φιλάθλων ως «αυτό» το κάτι που έφταιξε για να χαθεί εκείνο το τρόπαιο. Ο Σιμόνε απ” την άλλη ξεκίνησε μια μόδα, που συνεχίστηκε δειλά-δειλά τα επόμενα χρόνια, φτάνοντας στις μέρες μας που για να δεις μαύρο παπούτσι πρέπει να παίζει ο Τσάμπι Αλόνσο βασικός στη Μπάγερν Μονάχου. Ευτυχώς ο Βάσκος αντέχει ακόμα.

 

Για την ιστορία, η πρώτη εταιρεία που είχε κυκλοφορήσει χρωματιστά παπούτσια ήταν η Hummel τη δεκαετία του ’60. Οι ποδοσφαιριστές που τα είχαν δοκιμάσει ήταν αρκετοί (και μεγάλα ονόματα) αλλά η «μόδα» δεν είχε κρατήσει για μεγάλο διάστημα. Μετά τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ του 1995 και τα λευκά γκαντέμικα παπούτσια του Μάρκο Σιμόνε το ποδόσφαιρο δεν ήταν ποτέ ξανά το ίδιο.

 

Πηγή: http://www.sombrero.gr/

Ζούμε σε μια εποχή που ο κάθε διάσημος αποφασίζει να γράψει για τη ζωή του, ανεξάρτητα από το πόσο ενδιαφέρουσα είναι. Αποκορύφωμα, οι βιογραφίες ποδοσφαιριστών που δεν έχουν καν τελειώσει την καριέρα τους και βιάζονται να τσιμπήσουν μερικά ευρώ ακόμα. Στα ποδοσφαιρικά βιβλία που διαβάζω, οι αυτοβιογραφίες ποδοσφαιριστών είναι σχετικά χαμηλά στην λίστα προτίμησης. Κυρίως, γιατί οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές είναι παντελώς αδιάφοροι σαν προσωπικότητες και δεν έχουν να πουν πολλά, ειδικά οι σύγχρονοι που σπάνια έζησαν κάτι αξιομνημόνευτο μέχρι να γίνουν γνωστοί, αλλά επίσης γιατί τα βιβλία τα γράφουν τρίτοι που βγάζουν ένα πρόσωπο του ποδοσφαιριστή που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει.

 

Με αυτή την αρνητική προδιάθεση ξεκίνησα να διαβάζω τη βιογραφία του Ζλάταν, ενός τύπου που γενικά δεν μου είναι συμπαθής, με τον τίτλο «I am Zlatan». Τελικά έπεσα έξω, όχι για την αντιπάθειά μου για τον Ζλάταν μια που αυτή ίσως αυξήθηκε, αλλά για το βιβλίο που ήταν όντως ενδιαφέρον. Οι κριτικές ήταν πολύ θετικές όταν το βιβλίο κυκλοφόρησε και παρ” ότι ο συγγραφέας Ντέιβιντ Λάγκερκραντζ παραδέχτηκε πρόσφατα ότι οι περισσότερες ατάκες ήταν δικής του έμπνευσης και όχι ακριβής μεταφορά των λέξεων του Ζλάταν, ίσως αυτό να αποδείχθηκε ευργετικό. Διαβάζοντας τις σελίδες του βιβλίου, νιώθεις ότι πράγματι έχεις απέναντί σου τον Ζλάταν με τη βραχνή φωνή και τα σπαστά αγγλικά να περιγράφει την ιστορία του.

 

Τα παιδικά χρόνια, όπου ο κοντούλης (!!) Ζλάταν ζει σε ένα τοξικό περιβάλλον, ανάμεσα σε έναν πατέρα που παλεύει με τους δαίμονές του από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, μια μάνα που κουβαλάει λίγη τρέλα (και με την καλή και με την κακή έννοια) και διάφορα αδέρφια που μπλέκουν με ναρκωτικά. Ο Ζλάταν είναι ο μικρός αλητάκος που έχει ξεπηδήσει από κάποια ταινία του Κουστουρίτσα, κλέβει ποδήλατα, μαλώνει, είναι ο μετανάστης που ζει σε ένα γκέτο στη Σουηδία και πρέπει να επιβιώσει ανάμεσα στους Σουηδούς που όσο φιλελεύθεροι να είναι πάντα θα κοιτάξουν τον μετανάστη διαφορετικά. Και φυσικά παίζει μπάλα. Η μπάλα που για τον Ζλάταν δεν είναι απλά μια καριέρα, είναι κάτι πολύ πιο αναγκαίο γι” αυτόν. Η προσπάθεια να κερδίσει βλέμματα, χειροκροτήματα, να παίξει για την πάρτη του, να αποθεωθεί, να δοξαστεί. Ο Ζλάταν για να επιβιώσει πρέπει να συντηρεί το τεράστιο «εγώ» του και αυτό τροφοδοτείται αποκλειστικά με θαυμασμό και χειροκρότημα. Να δείξει ότι ο μικρός αλητάκος τα κατάφερε. Δεν διαφέρει πολύ από τότε σαν χαρακτήρας. Όπως λέει ο ίδιος (ή ο συγγραφέας): «Μπορείς να βγάλεις το παιδί από το γκέτο, αλλά όχι το γκέτο από το παιδί.»

 

Το γεγονός ότι το βιβλίο είναι περισσότερο ίσως μια νουβέλα και όχι μια ακριβής δημοσιογραφική μεταφορά γεγονότων, δεν στρογγυλεύει τα αρνητικά. Ο Ζλάταν μονίμως βρίσκει (ή κατασκευάζει) εχθρούς. Όλο κάποιος τον αδικεί, όλο κάτι τον ενοχλεί και τελικά όλο βάζει το εγώ του πάνω από την κάθε ομάδα του. Λογικό θα πει κανείς, επαγγελματίας ποδοσφαιριστής είναι, αλλά κι εγώ ερασιτέχνης οπαδός κάποιας ομάδας, δεν μπορώ να συμπάσχω με τον ποδοσφαιριστή που έχει ψυχολογικά προβλήματα γιατί παίζει στο πλάι, αλλά συμπάσχω με τη Γιουβέντους που την άφησε στη Β” Εθνική ή με τον εκβιασμό για να φύγει από τον Άγιαξ ή με το γεγονός ότι παρά την στήριξη που είχε από τον Μοράτι δεν το ξανασκέφτηκε ούτε δευτερόλεπτο να φύγει από την Ίντερ. Ο Ζλάταν μεταπηδά από μία μπίζνα σε μια άλλη μπίζνα, όχι ακριβώς για το οικονομικό, αλλά για την ικανοποίηση του εγωισμού του και μόνο.

 

Είναι ίσως το συγκεκριμένο βιβλίο μια ακόμα καλή ματιά και ένα ακόμα χαστούκι στον ρομαντισμό με τον οποίο βλέπουμε αρκετοί το ποδόσφαιρο. Αλλά είναι και μια συλλογή ωραίων ιστοριών με διάφορους πρωταγωνιστές. Τον σεβασμό και την αγάπη του Ζλάταν στον Καπέλο, αλλά και στον Μουρίνιο, το ξύλο με τον Ινιέγου, τον κόσμο του Άγιαξ που προτιμούσε τον… Μαχλά στην αρχή, την κόντρα με τον φαν ντερ Φάαρτ, τον Νέντβεντ που πριν την προπόνηση έκανε μια ώρα ποδήλατο και μετά έτρεχε ακόμα μια ωρίτσα. Και φυσικά την τεράστια αντιπάθεια που έχει για τον Γκουαρδιόλα, τον άνθρωπο που ο Ζλάταν υποστηρίζει ότι φοβάται τη σκιά του, που τον χαράμισε (κατά τον Ζλάταν) για να μην χαλάσει το χατίρι στις παλιοσειρές, που τον αδίκησε χωρίς αυτός να δώσει δικαιώματα. Ο Ζλάταν παρουσιάζει τον Πεπ σαν έναν φοβισμένο τύπο, μονίμως αγχωμένο και το κλίμα στην Μπαρσελόνα σαν ένα κολλέγιο με καλά παιδιά που δεν πρέπει να δείξουν τα ακριβά τους αυτοκίνητα. Στη Βαρκελώνη, το παιδί από το γκέτο έπρεπε να γίνει κάποιος άλλος, να καταπιέσει τον εαυτό του, να μην εκφράζεται. Και παρ” ότι τα έκανε όλα αυτά, δεν έδωσε δικαιώματα, έγινε άλλος άνθρωπος, κανείς δεν το εκτίμησε. Το πού τελειώνει η αλήθεια και που αρχίζει η μεγαλομανία του Ζλάταν θα το κρίνει ο αναγνώστης. Το βιβλίο διαβάζεται πολύ ευχάριστα, μαθαίνεις πράγματα τόσο για τον ίδιο, όσο και για άλλους (έστω μέσα από το πρίσμα του Ζλάταν) και δεν είναι χάσιμο χρόνου, μια που κατ” εμέ είναι καλύτερο από τον μέσο όρο των ποδοσφαιρικών βιογραφιών. Και ένα κομμάτι του που μου άρεσε είναι η περιγραφή από τον ίδιο τον Ζλάταν κάποιων σπουδαίων γκολ που έβαλε. Κρίμα που δεν πρόλαβε και το χθεσινό που έστειλε την Σουηδία σε ακόμα ένα Euro.

 

Πηγή: http://www.sombrero.gr/

«Μπαίνει ένας μεθυσμένος Ιρλανδός σε ένα σάντουιτς-μπαρ στην Αγγλία και ρωτάει τον υπάλληλο: «Πόσο θέλεις για τα ρολά τυριού;» Ο υπάλληλος του απαντάει: «Σου δίνω δυο με μια λίρα». Ο Ιρλανδός τον κοιτάει με καχυποψία. «Πόσο θέλεις για το ένα;». «75 πένες» του λέει κοφτά ο υπάλληλος. Και του απαντάει με σίγουρο ύφος ο Ιρλανδός: «Καλά, θα πάρω το άλλο».

 

Δεν έχω πάει ποτέ στην Ιρλανδία (αν και μια βόλτα στα Cliffs of Moher ήταν και παραμένει ταξιδιωτικό όνειρο) και δεν έχω γνωρίσει κανέναν Ιρλανδό. Παρ” όλα αυτά συμπαθώ τους Ιρλανδούς όσο ελάχιστους λαούς στον πλανήτη. Υπάρχουν αμέτρητοι λόγοι που δικαιολογούν αυτή τη συμπάθεια μου: Ο Ρόρι Γκάλαχερ, οι Thin Lizzy, οι Waterboys, οι U2, οι Cranberries, o Ντέιβ Άλεν που τελείωνε κάθε κωμική του παράσταση υψώνοντας το ποτήρι του με το αλκοόλ και αποχαιρετώντας τους θεατές με την (τόσο επίκαιρη αυτές τις μέρες) ατάκα «Goodnight, thank you, and may your God go with you», ο Ντίλαν Μοράν, ο Σάμιουελ Μπέκετ, ο Όσκαρ Ουάιλντ κι αυτοί είναι μόνο λίγοι απ’όσους μπορώ να θυμηθώ χωρίς καν να ανοίξω κάποια σχετική λίστα στο ίντερνετ που θα μου υπενθυμίσει ποιοι άλλοι γεννήθηκαν στην Ιρλανδία.

 

Ακόμα και στο ποδόσφαιρο όμως, σε έναν τομέα που οι Ιρλανδοί έχουν να επιδείξουν απειροελάχιστες εθνικές διακρίσεις της πλάκας, κάποιους λίγους καλούς ποδοσφαιριστές και καμία συλλογική επιτυχία, η Ιρλανδία δεν σε αφήνει ασυγκίνητο σαν εξωτερικό παρατηρητή. Και ο λόγος βρίσκεται στις κερκίδες. Αδιαφορώντας για τις περιορισμένες δυνατότητες της ομάδας τους οι Ιρλανδοί προσφέρουν θέαμα εντός και εκτός των γηπέδων συνδυάζοντας την παθιασμένη υποστήριξη με τον χαβαλέ και το τζέρτζελο, κάτι που τους μετατρέπει σε κανονική ατραξιόν κάθε φορά που συγκεντρώνονται κάπου για να πιούνε καμιά μπύρα μπύρες και να τραγουδήσουν.

 

Ακολουθούν 13 (από τις δεκάδες που κυκλοφορούν στο ίντερνετ) επικές φωτογραφίες και μερικά εξτρά βίντεο που απαντούν ουσιαστικά στο ερώτημα «γιατί γουστάρουμε τόσο τους Ιρλανδούς»:

 

Γιατί έχουν χιούμορ

 

Γιατί δεν φοβούνται να αυτοσαρκαστούν (και όπως έχουμε ξαναπεί σαν τον αυτοσαρκασμό δεν έχει)

 

Γιατί δεν μασάνε να προσθέσουν στο χιούμορ τους και παίκτες-θρύλους (πανό που σηκώθηκε στο Ιταλία-Ιρλανδία στο Euro 2012. Το ματς έληξε 2-0 υπέρ των Ιταλών)

 

Γιατί έχουν μια χιουμοριστική απάντηση σε κάθε ποδοσφαιρικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν

 

Γιατί πηγαίνουν στο γήπεδο για να διασκεδάσουν, αδιαφορώντας για το πόσο αστείοι ή γραφικοί φαίνονται (κι αυτό περνάει ακόμα και στα συνθήματα τους)

 

Γιατί παραμένουν μουρλοί και γραφικοί ακόμα και με τους μπάτσους (και δεν διστάζουν και να τους φλερτάρουν, όπως μόνο αυτοί ξέρουν, όταν δούνε ανάμεσα τους μια ελκυστική μπατσίνα)

 

Γιατί έχουν αδυναμία στην Άνγκελα Μέρκελ, για την οποία τραγουδούσαν το 2012 στους δρόμους της Πολωνίας «There’s only one Angela Merkel, she gave us the cash, we are on the lash, walking in a Merkelwonderland!»

 

Κι αν παραδόξως δεν σας έπεισε κανένας από τους παραπάνω λόγους υπάρχει πάντα κι αυτή η μαγική στιγμή στις καθυστερήσεις του αγώνα με την Ισπανία στο προηγούμενο Euro, με το σκορ στο 4-0, που (θέλω να ελπίζω πως) βάζει τελεία στην κουβέντα.

 

Ας πιούμε λοιπόν στην υγειά των Ιρλανδών που το καλοκαίρι θα βρίσκονται στη Γαλλία, έτοιμοι να κατεβάσουν όση μπύρα υπάρχει σε ακτίνα 5 χιλιομέτρων από το μέρος που μένουν, να διασκεδάσουν με την ψυχή τους (με ό,τι βρούνε μπροστά τους), να τραγουδήσουν, να χοροπηδήσουν (όπου μπορούν!) κι αν πανηγυρίσουν και κανένα γκολ ακόμα καλύτερα.

 

Πηγή: http://www.sombrero.gr/